- ἐννεάκλῑνος
- ἐννεά-κλῑνος, mit neun Tischlagern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εννεάκλινος — ἐννεάκλινος, ον (Α) αυτός που έχει εννέα ανάκλιντρα ή κλίνες τού δείπνου («καὶ ἐννεάκλινοι οἶκοι ἦσαν παρὰ τοῑς παλαιοῑς», Φρύν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κλίνη] … Dictionary of Greek
ἐννεάκλινος — with nine dining couches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεάκλινον — ἐννεάκλινος with nine dining couches masc/fem acc sg ἐννεάκλινος with nine dining couches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεακλίνου — ἐννεάκλινος with nine dining couches masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεάκλινοι — ἐννεάκλινος with nine dining couches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek